Greek Meaning of swirling
στροβιλιζόμενο
Other Greek words related to στροβιλιζόμενο
- κυκλοφορία
- περιελισσόμενος
- περιτύλιγμα
- βρόχος
- σπείρα
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- Ζιγκ-ζαγκ
- κάμψη
- ελικοειδής
- τιρμπουσόν
- σγουρός
- curling
- καμπύλος
- καμπυλώνω
- έμμεσος
- κυκλικός κόμβος
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- ελικοειδής
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- πλανόδιος
- περιέλιξη
- ζιγκ-ζαγκ
- τρελός
- στρεβλός
- καμπύλος
- ύπουλος
- ακανόνιστος
- οδοντωτό
- ελικοειδής
- περιπλάνηση
- ανομοιόμορφος
- Ανεμώδης
Nearest Words of swirling
Definitions and Meaning of swirling in English
swirling
to move with an eddying or whirling motion, to be marked with or arranged in swirls, a whirling mass or motion, whirling confusion, to move with or pass in a swirl, to have a twist or convolution, to pass in whirling confusion, a twisting shape, mark, or pattern, an act or instance of swirling, to cause to swirl
FAQs About the word swirling
στροβιλιζόμενο
to move with an eddying or whirling motion, to be marked with or arranged in swirls, a whirling mass or motion, whirling confusion, to move with or pass in a sw
κυκλοφορία,περιελισσόμενος,περιτύλιγμα,βρόχος,σπείρα,σπειροειδής,σπειροειδής,Ζιγκ-ζαγκ,κάμψη,ελικοειδής
άμεσο,γραμμικός,ίσιος,αμέσως
swirled => στροβιλισμένος, swiping => σάρωση, swipes => σαρώνει, swiped => συνάρπαξε, swinishness => χοιριδισμός,