Greek Meaning of zigzag
Ζιγκ-ζαγκ
Other Greek words related to Ζιγκ-ζαγκ
- κάμψη
- περιελισσόμενος
- στρεβλός
- σγουρός
- curling
- καμπύλος
- καμπυλώνω
- καμπύλος
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- σπείρα
- ελικοειδής
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- περιέλιξη
- ζιγκ-ζαγκ
- κυκλοφορία
- ελικοειδής
- περιτύλιγμα
- τιρμπουσόν
- τρελός
- ύπουλος
- έμμεσος
- οδοντωτό
- βρόχος
- κυκλικός κόμβος
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- στροβιλιζόμενο
- Ανεμώδης
- ακανόνιστος
- ελικοειδής
- περιπλάνηση
- ανομοιόμορφος
- πλανόδιος
Nearest Words of zigzag
- zighyr => μικρός
- ziggurat => ζιγκουράτ
- zigger => ζίγκερ
- zigadenus venenosus gramineus => Ζιγαδήνος ο γραμινοειδής
- zigadenus venenosus => Zigadenus venenosus
- zigadenus nuttalli => Ζιγκαντένους ο νάτταλι
- zigadenus glaucus => Zigadenus glaucus
- zigadenus elegans => Zigadenus elegans
- zigadenus => ζυγαδένιο
- zigadene => Ζιγαδένι (zigadeni)
Definitions and Meaning of zigzag in English
zigzag (n)
an angular shape characterized by sharp turns in alternating directions
zigzag (v)
travel along a zigzag path
zigzag (s)
having short sharp turns or angles
zigzag (r)
in a zigzag course or on a zigzag path
zigzag (n.)
Something that has short turns or angles.
A molding running in a zigzag line; a chevron, or series of chevrons. See Illust. of Chevron, 3.
See Boyau.
zigzag (a.)
Having short, sharp turns; running this way and that in an onward course.
zigzag (v. t.)
To form with short turns.
zigzag (v. i.)
To move in a zigzag manner; also, to have a zigzag shape.
FAQs About the word zigzag
Ζιγκ-ζαγκ
an angular shape characterized by sharp turns in alternating directions, travel along a zigzag path, having short sharp turns or angles, in a zigzag course or o
κάμψη,περιελισσόμενος,στρεβλός,σγουρός,curling,καμπύλος,καμπυλώνω,καμπύλος,ερπετοειδής,ελικοειδής
άμεσο,γραμμικός,ίσιος,αμέσως
zighyr => μικρός, ziggurat => ζιγκουράτ, zigger => ζίγκερ, zigadenus venenosus gramineus => Ζιγαδήνος ο γραμινοειδής, zigadenus venenosus => Zigadenus venenosus,