Greek Meaning of straight
ίσιος
Other Greek words related to ίσιος
- καμπύλος
- σγουρός
- καμπύλος
- στρογγυλεμένο
- σπείρα
- στρεμμένος
- στροφή
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- στραβός
- Κυματοειδής
- περιέλιξη
- κάμψη
- περιελισσόμενος
- περιτύλιγμα
- στρεβλός
- curling
- καμπυλώνω
- μπλεγμένος
- Φτιαγμένος
- βρόχος
- βρόχος
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- σπειροειδής
- στροβιλισμένος
- σε σχήμα πλεξούδας
- στρίβω
- Ύφανση
- τιρμπουσόν
- ύπουλος
- ελικοειδής
- σπειροειδής
- περιπλεγμένος
- Ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of straight
- straight and narrow => Η στενή πόρτα
- straight angle => ορθή γωνία
- straight arch => Ευθύ τόξο
- straight arrow => έντιμο άτομο
- straight chain => ευθεία αλυσίδα
- straight chair => Ίσια καρέκλα
- straight face => σοβαρό πρόσωπο
- straight flush => Συνδυασμός πέντε φύλλων σε σειρά
- straight flute => φλάουτο
- straight hang => ευθεία κρέμασμα
Definitions and Meaning of straight in English
straight (n)
a person having a sexual orientation to persons of the opposite sex
a poker hand with 5 consecutive cards (regardless of suit)
a straight segment of a roadway or racecourse
straight (s)
successive (without a break)
erect in posture
in keeping with the facts
neatly arranged; not disorderly
not homosexual
accurately fitted; level
without evasion or compromise
(of an alcoholic drink) without water
following a correct or logical method
rigidly conventional or old-fashioned
straight (a)
having no deviations
(of hair) having no waves or curls
characterized by honesty and fairness
no longer coiled
free from curves or angles
straight (r)
without deviation
in a forthright manner; candidly or frankly
in a straight line; in a direct course
FAQs About the word straight
ίσιος
a person having a sexual orientation to persons of the opposite sex, a poker hand with 5 consecutive cards (regardless of suit), a straight segment of a roadway
άμεσο,γραμμικός,απλός,δεξιά,αμέσως,ακαμψία,ξεσφιγμένος,ακλόνητος,ακλόνητος,άστροφος
καμπύλος,σγουρός,καμπύλος,στρογγυλεμένο,σπείρα,στρεμμένος,στροφή,Στριμμένο,Στρέβλωση,στραβός
straggly => ατημέλητος, stragglingly => διάσπαρτα, straggling => επιβραδυνόμενος, straggler => αργοπορημένος, straggle => χάνομαι,