Greek Meaning of straggler

αργοπορημένος

Other Greek words related to αργοπορημένος

Definitions and Meaning of straggler in English

Wordnet

straggler (n)

someone who strays or falls behind

FAQs About the word straggler

αργοπορημένος

someone who strays or falls behind

Σαλιγκάρι,ανιχνευτής,βραδυκίνητος,Τράτα,οπισθοδρομικός,Λαγκ,αργοπορημένος,αλήτης,τεμπέλης,Αργός

απατεώνας,συσκευή μπέρδεμα,Ταχύτατο αμάξι,Φιλότιμος,βιαστικός,Γρήγορο αυτοκίνητο,πιο βιαστικός

straggle => χάνομαι, strafer => πολυβόλος, strafe => Στραβοβολάω, stradivarius => Στραντιβάριος, stradivari => Στραντιβάρι,