Greek Meaning of latecomer

καθυστερημένος

Other Greek words related to καθυστερημένος

Definitions and Meaning of latecomer in English

Wordnet

latecomer (n)

someone who arrives late

FAQs About the word latecomer

καθυστερημένος

someone who arrives late

ανιχνευτής,βραδυκίνητος,οπισθοδρομικός,αργοπορημένος,αλήτης,τεμπέλης,Αργός,Σαλιγκάρι,αργοπορημένος,γυναικάς

απατεώνας,Ταχύτατο αμάξι,Φιλότιμος,συσκευή μπέρδεμα,Γρήγορο αυτοκίνητο,πιο βιαστικός,βιαστικός

late-blooming => αργά ανθίζων, late purple aster => Αστέρας ο όψιμος, late latin => Ύστερη Λατινική, late greek => όψιμα ελληνικά, late blight => Οίδιο της πατάτας,