Greek Meaning of hurrier
πιο βιαστικός
Other Greek words related to πιο βιαστικός
Nearest Words of hurrier
Definitions and Meaning of hurrier in English
hurrier (n.)
One who hurries or urges.
FAQs About the word hurrier
πιο βιαστικός
One who hurries or urges.
απατεώνας,βιαστικός,συσκευή μπέρδεμα,Γρήγορο αυτοκίνητο,Φιλότιμος,Ταχύτατο αμάξι
ανιχνευτής,βραδυκίνητος,Τράτα,οπισθοδρομικός,αργοπορημένος,αλήτης,τεμπέλης,Σαλιγκάρι,αργοπορημένος,γυναικάς
hurriedness => βιασύνη, hurriedly => βιαστικά, hurried => σπεύδω, hurridly => βιαστικά, hurricanoes => τυφώνες,