Greek Meaning of hurriedly

βιαστικά

Other Greek words related to βιαστικά

Definitions and Meaning of hurriedly in English

Wordnet

hurriedly (r)

in a hurried or hasty manner

FAQs About the word hurriedly

βιαστικά

in a hurried or hasty manner

βιαστικά,παρορμητικά,αυτόματα,επιπόλαια,καυτά πόδια,βιαστικά,απότομα,απερίσκεπτα,απότομα,επιφανειακά

εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,στοχαστικά,προσωρινά,υπολογιστικά

hurried => σπεύδω, hurridly => βιαστικά, hurricanoes => τυφώνες, hurricano => τυφώνας, hurricane roof => Στέγη ανθεκτική σε τυφώνα,