FAQs About the word impatiently

ανυπόμονα

with impatience; in an impatient mannerIn an impatient manner.

άπληστα,ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,ζωηρά,έντονα,φανατικά,τρελά,έξαλλα,με ενθουσιασμό

απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,Απρόθυμα,απρόθυμα,ψυχρά

impatient => Ανυπόμονος, impatiens capensis => Μπαλσαμίνη, impatiens => βαλσαμίνα, impatiency => ανυπομονησία, impatience => ανυπομονησία,