Greek Meaning of impatiently
ανυπόμονα
Other Greek words related to ανυπόμονα
Nearest Words of impatiently
Definitions and Meaning of impatiently in English
impatiently (r)
with impatience; in an impatient manner
impatiently (adv.)
In an impatient manner.
FAQs About the word impatiently
ανυπόμονα
with impatience; in an impatient mannerIn an impatient manner.
άπληστα,ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,ζωηρά,έντονα,φανατικά,τρελά,έξαλλα,με ενθουσιασμό
απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,Απρόθυμα,απρόθυμα,ψυχρά
impatient => Ανυπόμονος, impatiens capensis => Μπαλσαμίνη, impatiens => βαλσαμίνα, impatiency => ανυπομονησία, impatience => ανυπομονησία,