Greek Meaning of perfunctorily

επιπόλαια

Other Greek words related to επιπόλαια

Definitions and Meaning of perfunctorily in English

Wordnet

perfunctorily (r)

in a set manner without serious attention; as a formality

Webster

perfunctorily (adv.)

In a perfunctory manner; formally; carelessly.

FAQs About the word perfunctorily

επιπόλαια

in a set manner without serious attention; as a formalityIn a perfunctory manner; formally; carelessly.

απαθής,Αδιάφορα,αδιάφορα,απροσωπόληπτα,χλιαρά,Απρόθυμα,ψυχρά,Διστακτικά,απρόθυμα

ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,ζωηρά,τρελά,άπληστα,διεγερμένα,ανυπόμονα,έντονα,με ενθουσιασμό,θερμά

perfuming => αρωματισμός, perfumery => αρωματοποιία, perfumer => αρωματοποιός, perfumed => αρωματισμένο, perfume => άρωμα,