FAQs About the word enthusiastically

με ενθουσιασμό

with enthusiasm; in an enthusiastic manner, in a lavish or enthusiastic manner

ανυπόμονα,διεγερμένα,ζωηρά,άπληστα,τρελά,με ενθουσιασμό,θερμά,φανατικά,ανυπόμονα,έντονα

απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,Απρόθυμα,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,απρόθυμα,ψυχρά

enthusiastical => ενθουσιώδης, enthusiastic => ενθουσιώδης, enthusiast => ενθουσιώδης, enthusiasm => ενθουσιασμός, enthuse => ενθουσιάσει,