FAQs About the word warmly

θερμά

in a hearty manner, in a warm mannerIn a warm manner; ardently.

άπληστα,ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,φανατικά,έξαλλα,ζηλωτά,ζωηρά,ανυπόμονα,έντονα

απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,Απρόθυμα,απρόθυμα,ψυχρά

warming pan => θερμοφόρα, warming => θέρμανση, warmheartedness => θερμότητα, warm-hearted => Θερμόκαρδος, warmhearted => Θερμόκαρδος,