Greek Meaning of warmly
θερμά
Other Greek words related to θερμά
Nearest Words of warmly
Definitions and Meaning of warmly in English
warmly (r)
in a hearty manner
in a warm manner
warmly (adv.)
In a warm manner; ardently.
FAQs About the word warmly
θερμά
in a hearty manner, in a warm mannerIn a warm manner; ardently.
άπληστα,ανυπόμονα,με ενθουσιασμό,διεγερμένα,φανατικά,έξαλλα,ζηλωτά,ζωηρά,ανυπόμονα,έντονα
απαθής,Αδιάφορα,επιπόλαια,αδιάφορα,Διστακτικά,απροσωπόληπτα,χλιαρά,Απρόθυμα,απρόθυμα,ψυχρά
warming pan => θερμοφόρα, warming => θέρμανση, warmheartedness => θερμότητα, warm-hearted => Θερμόκαρδος, warmhearted => Θερμόκαρδος,