Greek Meaning of warmed

θερμαινόμενος

Other Greek words related to θερμαινόμενος

Definitions and Meaning of warmed in English

Wordnet

warmed (s)

having been warmed up

Webster

warmed (imp. & p. p.)

of Warm

FAQs About the word warmed

θερμαινόμενος

having been warmed upof Warm

θερμαινόμενο,ζεστός,βράζω,ζεστό,χλιαρός,Χλιαρός,Τηγανητό,Χλιαρός,φλεγόμενος,ψήσιμο στη σχάρα

παγωμένο,κρύος,κουλ,κατάψυξη,ψυχόμενο,Μη θερμανμένο,ψύχθηκε,αρκτικός,πικρός,άχαρος

warm-blooded => Θερμόαιμο, warm up => προθέρμανση, warm to => τείνω προς, warm the bench => κάθομαι στο πάγκο, warm front => Θερμό μέτωπο,