Greek Meaning of rewarmed
ξαναζεσταμένο
Other Greek words related to ξαναζεσταμένο
- λιωμένο
- ξαναζεσταμένο
- ζεσταμένο
- φλεγόμενος
- βράζω
- ψήσιμο στη σχάρα
- καίγοντας
- φωτεινό
- υπερθερμασμένος
- Ψητός
- το ψήσιμο
- καυτός
- καυτός
- καυστικός
- σιγοψημένος
- Αχνιστός
- αποπνικτικός
- αποψυγμένο
- ζεστός
- θερμαινόμενος
- Λευκοπύρωτο
- Υπερθερμασμένος
- φλογερός
- θερμαινόμενο
- ζεστό
- ζεστό
- χλιαρός
- φλογερός
- oiμώδης
- Χλιαρός
- Καυτός, καυλωμένος
- καυτό
- Τηγανητό
- Χλιαρός
- παγωμένο
- κρύος
- κουλ
- κατάψυξη
- ψυχόμενο
- Μη θερμανμένο
- ψύχθηκε
- αρκτικός
- πικρός
- άχαρος
- χιλι
- κρύος
- κρύο
- παγωμένος
- παγωμένος
- παγετώδης
- παγωμένος
- παγωμένος
- παγωμένος
- Δροσερός
- πολικός, πολωτικός
- Ωμός
- κοφτερός
- Ζωηρό
- χιονισμένος
- χιονώδης
- Δροσερός
- Δροσερός
- κάτω από το μηδέν
- μουδιασμένος
- Παγωμένο
- μουδιασμένο
- χειμερινός
- χειμωνιάτικος
- παγωμένος
- πολύ κρύο
Nearest Words of rewarmed
Definitions and Meaning of rewarmed in English
rewarmed
to make (something or someone) warm again
FAQs About the word rewarmed
ξαναζεσταμένο
to make (something or someone) warm again
λιωμένο,ξαναζεσταμένο,ζεσταμένο,φλεγόμενος,βράζω,ψήσιμο στη σχάρα,καίγοντας,φωτεινό,υπερθερμασμένος,Ψητός
παγωμένο,κρύος,κουλ,κατάψυξη,ψυχόμενο,Μη θερμανμένο,ψύχθηκε,αρκτικός,πικρός,άχαρος
rewarm => επανθέρμανση, rewards => ανταμοιβές, rewaken => ξυπνήσει πάλι, revving (up) => επιτάχυνση (του ρυθμού), revved (up) => επιταχυνόμενος,