Greek Meaning of revved (up)

επιταχυνόμενος

Other Greek words related to επιταχυνόμενος

Definitions and Meaning of revved (up) in English

revved (up)

very excited

FAQs About the word revved (up)

επιταχυνόμενος

very excited

ενθάρρυνε,εμπνεόμενος,προκάλεσε,διεγερμένος,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,οδήγησε,ενθουσιασμένος,παθιασμένος,παρακίνησε

Ηρεμος,ήρεμος,κατευνασμένος,ηρεμισμένος,ηρεμημένος,ηρεμισμένο,κατευνασμένος,ειρηνευμένος,κατευνασμένος

revolving doors => περιστρεφόμενες πόρτες, revolvers => περίστροφα, revolutions => επαναστάσεις, revolutionizer => επαναστάτης, revolutionized => επαναστατικό,