Greek Meaning of revved (up)
επιταχυνόμενος
Other Greek words related to επιταχυνόμενος
- ενθάρρυνε
- εμπνεόμενος
- προκάλεσε
- διεγερμένος
- ενθουσιασμένος
- διεγερμένος
- οδήγησε
- ενθουσιασμένος
- παθιασμένος
- παρακίνησε
- επαγόμενος
- υποκίνησε
- παρακινημένος
- μετακινηθήκαμε
- ερεθισμένος
- ξεκινώ
- αναδευμένος
- Ανήσυχοι
- πυροδότησε
- ενεργοποιημένο
- χτυπημένος
- υποκινήθηκε
- ενεργοποιημένο
- επιβαρυντική
- θυμωμένος
- κινούμενη
- ενοχλημένος
- ενοχλημένο
- ενεργοποιημένος
- εξοργισμένος
- εκνευρισμένος
- διπλωμένος
- ζυμωμένο
- υποκινηθεί
- γαλβανισμένο
- Αναμμένο
- φλεγμονώδης
- ερεθισμένος
- κορόιδεψε
- άναψε
- θυμωμένη
- γεμάτος
- επιταχύνεται
- ανυψωμένο
- ειρωνεύτηκε
- πείραξε
- αναστατωμένος
- ενοχλημένος
- αναζωογονημένο
- φλεγμονώδης
- παρακινημένο
Nearest Words of revved (up)
- revolving doors => περιστρεφόμενες πόρτες
- revolvers => περίστροφα
- revolutions => επαναστάσεις
- revolutionizer => επαναστάτης
- revolutionized => επαναστατικό
- revolutionists => επαναστάτες
- revolutionaries => επαναστάτες
- revolts => εξεγέρσεις
- revolting (against) => επαναστατικός (ενάντια)
- revolted (against) => επαναστατημένος
Definitions and Meaning of revved (up) in English
revved (up)
very excited
FAQs About the word revved (up)
επιταχυνόμενος
very excited
ενθάρρυνε,εμπνεόμενος,προκάλεσε,διεγερμένος,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,οδήγησε,ενθουσιασμένος,παθιασμένος,παρακίνησε
Ηρεμος,ήρεμος,κατευνασμένος,ηρεμισμένος,ηρεμημένος,ηρεμισμένο,κατευνασμένος,ειρηνευμένος,κατευνασμένος
revolving doors => περιστρεφόμενες πόρτες, revolvers => περίστροφα, revolutions => επαναστάσεις, revolutionizer => επαναστάτης, revolutionized => επαναστατικό,