Greek Meaning of fired (up)
ενθουσιασμένος
Other Greek words related to ενθουσιασμένος
- ενθάρρυνε
- προκάλεσε
- διεγερμένος
- επιταχυνόμενος
- διεγερμένος
- οδήγησε
- ενθουσιασμένος
- παθιασμένος
- παρακίνησε
- επαγόμενος
- εμπνεόμενος
- υποκίνησε
- παρακινημένος
- μετακινηθήκαμε
- ερεθισμένος
- ξεκινώ
- αναδευμένος
- Ανήσυχοι
- πυροδότησε
- ενεργοποιημένο
- χτυπημένος
- υποκινήθηκε
- ενεργοποιημένο
- επιβαρυντική
- θυμωμένος
- κινούμενη
- ενοχλημένος
- ενοχλημένο
- ενεργοποιημένος
- εξοργισμένος
- διπλωμένος
- ζυμωμένο
- υποκινηθεί
- γαλβανισμένο
- Αναμμένο
- φλεγμονώδης
- ερεθισμένος
- κορόιδεψε
- άναψε
- θυμωμένη
- γεμάτος
- επιταχύνεται
- ανυψωμένο
- ειρωνεύτηκε
- πείραξε
- αναστατωμένος
- αναζωογονημένο
- φλεγμονώδης
- παρακινημένο
Nearest Words of fired (up)
Definitions and Meaning of fired (up) in English
fired (up)
to fill (someone) with energy or enthusiasm, to cause (something) to start working, to start (something) by lighting a fire
FAQs About the word fired (up)
ενθουσιασμένος
to fill (someone) with energy or enthusiasm, to cause (something) to start working, to start (something) by lighting a fire
ενθάρρυνε,προκάλεσε,διεγερμένος,επιταχυνόμενος,διεγερμένος,οδήγησε,ενθουσιασμένος,παθιασμένος,παρακίνησε,επαγόμενος
Ηρεμος,ήρεμος,κατευνασμένος,κατευνασμένος,ειρηνευμένος,κατευνασμένος,ηρεμισμένος,ηρεμημένος,ηρεμισμένο
fired (at) => πυροβολήθηκε (σε), firebugs => Πυρομανείς, fire-breathers => φουσκωμένοι, fire-breather => Φυσάω φλόγες, fire sales => Εκπτωσεις,