Greek Meaning of impassioned
παθιασμένος
Other Greek words related to παθιασμένος
- συναισθηματικός
- φλογερό
- έντονο
- παθιασμένος
- παθιασμένος
- ζεστός
- φλογερός
- φλεγόμενος
- καίγοντας
- φορτισμένος
- επιδεικτικός
- ενθουσιώδης
- φλογερός
- Πυρετώδης
- φλογερός
- φλεγόμενος
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- καυτός
- θρησκευτικός
- Καυτός, καυλωμένος
- βίαιη
- Υπερθερμασμένος
- ερωτευμένος
- φρενήρης
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- τρεχούμενο
- ορμητικός
- υστερικός
- οξύθυμος
- απότομος
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- Μελοδραματικός
- χυλώδης
- εμμονικός
- Σε φλόγες
- φλογερός
- Σακχαρίνη
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- ζαχαρώδης
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- Θερμόαιμο
- ζηλωτής
Nearest Words of impassioned
Definitions and Meaning of impassioned in English
impassioned (s)
characterized by intense emotion
impassioned (p. p. & a.)
Actuated or characterized by passion or zeal; showing warmth of feeling; ardent; animated; excited; as, an impassioned orator or discourse.
FAQs About the word impassioned
παθιασμένος
characterized by intense emotionActuated or characterized by passion or zeal; showing warmth of feeling; ardent; animated; excited; as, an impassioned orator or
συναισθηματικός,φλογερό,έντονο,παθιασμένος,παθιασμένος,ζεστός,φλογερός,φλεγόμενος,καίγοντας,φορτισμένος
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,ξηρός,αναίσθητος,απρόσωπος,Στόχος,αναίσθητος,κρατημένος
impassionate => παθιασμένος, impassionable => Παθιασμένος, impassion => εμπνέω, impassibleness => απραξία, impassible => απέραστο,