Greek Meaning of enamored
ερωτευμένος
Other Greek words related to ερωτευμένος
Nearest Words of enamored
Definitions and Meaning of enamored in English
enamored (s)
marked by foolish or unreasoning fondness
enamored (imp. & p. p.)
of Enamor
FAQs About the word enamored
ερωτευμένος
marked by foolish or unreasoning fondnessof Enamor
τρελός (για ή για),ενθουσιασμένος,πήγε (μακριά),Τρελός για,πληγμένος,Επισυναπτόμενος,επιθυμητός,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος
Αλλεργικός,αδιάφορος ,αποστροφή,περιφρονητικός,κουλ,αδιάφορος,αδιάφορος,ανταγωνιστικός,περιφρονητικός,απογοητευμένος
enamor => Ερωτεύομαι, enamine => Εναμίνη, enamelware => Σμάλτο, enamelling => Σμάλτο, enamelled => σμαλτωμένος,