Greek Meaning of enraptured

ενθουσιασμένος

Other Greek words related to ενθουσιασμένος

Definitions and Meaning of enraptured in English

Wordnet

enraptured (s)

feeling great rapture or delight

Webster

enraptured (imp. & p. p.)

of Enrapture

FAQs About the word enraptured

ενθουσιασμένος

feeling great rapture or delightof Enrapture

εκστατικός,ζαλισμένος,Χαρούμενος,χαρούμενος,γοητευμένος,εκστατικός,ενθουσιώδης,Μαγεμένος,ευφορικός,ενθουσιασμένος

καταθλιπτικός,λυπημένος,δυστυχισμένος,μπλε,σπασμένη καρδιά,αποκαρδιωμένος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,απαρηγόρητος,απογοητευμένος

enrapture => συναρπάζω, enrapt => εκστατικός, enrank => προαγωγή, enraging => Εξαγριωτικό, enragement => οργή,