Greek Meaning of disconsolate
απαρηγόρητος
Other Greek words related to απαρηγόρητος
- άχαρος
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- γκρι
- γκρί
- μοναχικός
- μοναχικός
- νοσηρός
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- μπλε
- Κατηφής
- χιλι
- συννεφιασμένος
- άχαρος
- απογοητευμένος
- απελπισμένος
- απογοητευμένος
- φρικτός
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- ξεχασμένος από το θεό
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- σκυθρωπός
- μελαγχολία
- κατσούφης
- καταπιεστικός
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- δυστυχισμένος
- θλιβερός
- ζοφερός
- κιμμέριος
- Άχρωμο
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ελεγειακός
- ζοφερός
- απελπισμένος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- μελαγχολικός
- απειλητικός
- άχαρος
- θλιβερός
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- απειλητικός
- αναστατωτικός
- θλιβερός
Nearest Words of disconsolate
- disconsolated => απαρηγόρητος
- disconsolately => απαρηγόρητα
- disconsolateness => αποθάρρυνση
- disconsolation => απογοήτευση
- discontent => δυσαρέσκεια
- discontentation => δυσαρέσκεια
- discontented => δυσαρεστημένος
- discontentedly => δυσαρεστημένα
- discontentedness => δυσαρέσκεια
- discontentful => δυσαρεστημένος
Definitions and Meaning of disconsolate in English
disconsolate (a)
sad beyond comforting; incapable of being consoled
disconsolate (s)
causing dejection
disconsolate (n.)
Disconsolateness.
disconsolate (v. t.)
Destitute of consolation; deeply dejected and dispirited; hopelessly sad; comfortless; filled with grief; as, a bereaved and disconsolate parent.
Inspiring dejection; saddening; cheerless; as, the disconsolate darkness of the winter nights.
FAQs About the word disconsolate
απαρηγόρητος
sad beyond comforting; incapable of being consoled, causing dejectionDisconsolateness., Destitute of consolation; deeply dejected and dispirited; hopelessly sad
άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,γκρι,γκρί
ευθυμής,φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος
disconsolacy => θλίψη, disconsecrate => βεβηλώνω, disconnection => αποσύνδεση, disconnecting => αποσύνδεσης, disconnectedness => αποσύνδεση,