Greek Meaning of hopeful
ελπιδοφόρος
Other Greek words related to ελπιδοφόρος
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- αμφίβολος
- Θλιβερός
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- δυσμενής
- απαισιόδοξος
- αβέβαιος
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- Κατηφής
- ύφεση
- αμφίβολος
- ζοφερός
- αρνητικός
- αποθαρρυντικός
- δυσμενής
- δυσμενής
- πτωτικός
- άχαρος
- κηδεία
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
Nearest Words of hopeful
Definitions and Meaning of hopeful in English
hopeful (n)
an ambitious and aspiring young person
hopeful (a)
having or manifesting hope
hopeful (s)
likely to turn out well in the future
hopeful (a.)
Full of hope, or agreeable expectation; inclined to hope; expectant.
Having qualities which excite hope; affording promise of good or of success; as, a hopeful youth; a hopeful prospect.
FAQs About the word hopeful
ελπιδοφόρος
an ambitious and aspiring young person, having or manifesting hope, likely to turn out well in the futureFull of hope, or agreeable expectation; inclined to hop
φωτεινό,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,Ευχάριστος,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ενθαρρυντικός,πιθανός,θετικός
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,αμφίβολος,Θλιβερός,μελαγχολικός
hoped-for => ελπιδοφόρο, hoped => ελπίζει, hope chest => σεντούκι ελπίδας, hope => ελπίδα, hopbine => λυκίσκος,