Greek Meaning of doubtless

αδιαμφισβήτητα

Other Greek words related to αδιαμφισβήτητα

Definitions and Meaning of doubtless in English

Wordnet

doubtless (r)

without doubt; certainly

Webster

doubtless (a.)

Free from fear or suspicion.

Webster

doubtless (adv.)

Undoubtedly; without doubt.

FAQs About the word doubtless

αδιαμφισβήτητα

without doubt; certainlyFree from fear or suspicion., Undoubtedly; without doubt.

σίγουρος,βέβαιος,σίγουρος,θετικός,σίγουρα,σαφής,Σίγουρος για τον εαυτό του,έμμεσος,αισιόδοξος,αποφασιστικός

αμφίβολος,αμφίβολος,αβέβαιος,αβέβαιος,διστακτικός,αναποφάσιστος,διστακτικός,μετριόφρων,Διστακτικός,διστακτικός

doubting thomas => Άπιστος Θωμάς, doubting => αμφίβολος, doubtfulness => αμφιβολία, doubtfully => αμφιβόλως, doubtful => αμφίβολος,