Greek Meaning of unhesitating

διστακτικός

Other Greek words related to διστακτικός

Definitions and Meaning of unhesitating in English

Wordnet

unhesitating (s)

characterized by quickness and firmness

FAQs About the word unhesitating

διστακτικός

characterized by quickness and firmness

επίμονος,επίμονος,ασθενής,επίμονος,Επίμονος,ανθεκτικό,αποφασισμένος,επίμονος,σταθερός,ακλόνητος

διστακτικός,διακοπή καπνίσματος,υποχωρητικός,παράδοση,διστακτικός,Διστακτικός,αναποφάσιστος,Διστακτικός,διστακτικός

unheralded => απροσδόκητος, unhelpfulness => απροθυμία, unhelpfully => αναποτελεσματικά, unhelpful => άχρηστος, unhelmet => βγάζω το κράνος,