Greek Meaning of insistent
επίμονος
Other Greek words related to επίμονος
- επίμονος
- αποφασισμένος
- αμετάπειστος
- σταθερά
- αφιερωμένος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- πιστός
- ασθενής
- επίμονος
- Επίμονος
- αμείλικτος
- αμετάβλητος
- σταθερός
- σταθερός
- πεισματάρης
- επίμονος
- εκούσιος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- σίγουρος
- πεισματάρης
- βέβαιος
- αφοσιωμένος
- πιστός
- στερεός
- καλός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- επίμονος
- αμείλικτος
- αδάμαστος
- σκληραίνει
- άκαμπτος
- πρόθεση
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- θετικός
- ανθεκτικό
- Επιλεγμένο
- αυθάδης
- αποφασισμένος
- Αδιάβροχο
- πρύμνη
- Ακατάδεκτος
- σίγουρα
- άκαμπτος
- ακαταμάχητος
- σταθερός
- σταθερός
- διστακτικός
- ανεξιλέωτος
- αμείλικτος
- ακλόνητος
- αμετάπειστος
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εσφαλμένη
Nearest Words of insistent
Definitions and Meaning of insistent in English
insistent (s)
repetitive and persistent
demanding attention
insistent (a.)
Standing or resting on something; as, an insistent wall.
Insisting; persistent; persevering.
See Incumbent.
FAQs About the word insistent
επίμονος
repetitive and persistent, demanding attentionStanding or resting on something; as, an insistent wall., Insisting; persistent; persevering., See Incumbent.
επίμονος,αποφασισμένος,αμετάπειστος,σταθερά,αφιερωμένος,αποφασισμένος,επίμονος,πιστός,ασθενής,επίμονος
διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,διακοπή καπνίσματος,υποχωρητικός,παράδοση,Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,Διστακτικός
insistency => επιμονή, insistence => επιμονή, insisted => επέμεινε, insist => επιμένω, insipient => άπειρος,