Greek Meaning of loyal
πιστός
Other Greek words related to πιστός
- αφιερωμένος
- αφοσιωμένος
- ευλαβής
- πιστός
- αμετάβλητος
- σταθερός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- φλογερός
- σταθερά
- γρήγορος
- φλογερό
- καλός
- παθιασμένος
- ευσεβής
- αξιόπιστος
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- πιστός
- κατά μήκος της γραμμής
- πρόθυμος
- επιβεβαιωμένο
- αξιόπιστος
- αποφασισμένος
- υπάκουος
- ενθουσιώδης
- φλογερός
- παθιασμένος
- πρόθεση
- αμετανόητος
- αποφασισμένος
- υπεύθυνος
- σοβαρός
- στερεός
- ορκισμένος
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- σταθερός
- διστακτικός
- ακλόνητος
- Βαμμένος στο μαλλί
Nearest Words of loyal
Definitions and Meaning of loyal in English
loyal (a)
steadfast in allegiance or duty
inspired by love for your country
loyal (s)
unwavering in devotion to friend or vow or cause
loyal (a.)
Faithful to law; upholding the lawful authority; faithful and true to the lawful government; faithful to the prince or sovereign to whom one is subject; unswerving in allegiance.
True to any person or persons to whom one owes fidelity, especially as a wife to her husband, lovers to each other, and friend to friend; constant; faithful to a cause or a principle.
FAQs About the word loyal
πιστός
steadfast in allegiance or duty, inspired by love for your country, unwavering in devotion to friend or vow or causeFaithful to law; upholding the lawful author
αφιερωμένος,αφοσιωμένος,ευλαβής,πιστός,αμετάβλητος,σταθερός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,φλογερός,σταθερά,γρήγορος
Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,προδοτικός,ύπουλος,άπιστος,αναξιόπιστος
loya jirga => Λόγια Τζιργκά, loy => πιστός, loxostege similalis => Loxostege similalis, loxostege => Λοξοστέγος, loxomataceae => Λοξοματάδες,