Greek Meaning of stanch

Αδιάβροχο

Other Greek words related to Αδιάβροχο

Definitions and Meaning of stanch in English

Wordnet

stanch (v)

stop the flow of a liquid

FAQs About the word stanch

Αδιάβροχο

stop the flow of a liquid

διακόπτω,εμποδίζω,καταπιέζω,πνίγω,καταπιέζω,Αναστέλλω,γυρίζω πίσω,συγκρατώ,κλήση,απόφραξη

Συνέχισε,συνεχίζω,συνεχίζω (σε),πρόοδος,τιμή,ακολουθώ,Συνεχίζω,Μάρτιος,κινώ,προχωρώ

stance => Στάση, stan the man => Σταν στον άνθρωπο, stan musial => Σταν Μουσιάλ, stan laurel => Σταν Λωρέλ, stamping mill => Μύλος στάμπα,