Greek Meaning of carry on
Συνέχισε
Other Greek words related to Συνέχισε
- βαλίτσα
- σακίδιο
- χαρτοφύλακας
- Τσάντα μεταφοράς
- Τσάντα χεριού
- ταξιδιωτική βαλίτσα
- αποσκευές
- βαλίτσα
- πορτοφόλι
- τσάντες
- αποσκευές
- Ταξιδιωτική τσάντα
- Ταξιδιωτική τσάντα
- λαβή
- σακίδιο
- κιτ
- Σάκος για εργαλεία
- σακίδιο πλάτης
- Τσάντα ταξιδιού
- Βαλίτσα χειρός
- σακίδιο
- σακίδιο
- ταξιδιωτική τσάντα
- βαλίτσα
- Σαββατοκύριακο
- Ακόλουθος
- χαρτοφύλακας
- βαλίτσα
- Σακβουαγιάζ
Nearest Words of carry on
Definitions and Meaning of carry on in English
carry on (v)
direct the course of; manage or control
keep or maintain in unaltered condition; cause to remain or last
continue talking
misbehave badly; act in a silly or improper way
carry on
carrying-on, to continue especially in spite of difficulties, to continue doing, pursuing, or operating, to continue especially in spite of hindrance or discouragement, a piece of luggage suitable for being carried aboard an airplane by a passenger, to behave or speak in a foolish, excited, or improper manner, conduct entry 2 sense 2, manage, carried or suitable for being carried aboard, to behave badly
FAQs About the word carry on
Συνέχισε
direct the course of; manage or control, keep or maintain in unaltered condition; cause to remain or last, continue talking, misbehave badly; act in a silly or
βαλίτσα,σακίδιο,χαρτοφύλακας,Τσάντα μεταφοράς,Τσάντα χεριού,ταξιδιωτική βαλίτσα,αποσκευές,βαλίτσα,πορτοφόλι,τσάντες
Πράξη,αρκούδα,συμπεριφορά,υπακούω,παραιτούμαι,απαλλάσσω,έλεγχος,συλλέγω,συμμορφώνομαι,συνθέτω
carry off => απομακρύνω, carry nation => Κάρι Νέισον, carry forward => μεταφορά, carry back => μεταφορά πίσω, carry away => απομακρύνω,