Greek Meaning of rucksack
σακίδιο
Other Greek words related to σακίδιο
Nearest Words of rucksack
- ruckus => φασαρία
- ructation => ρέψιμο
- ruction => Καυγάς
- rud => Αγενής
- rudaceous rock => Χονδρόκοκκος βράχος
- rudapithecus => Ρουδαπίθηκος
- rudbeckia => Ρουντμπέκια
- rudbeckia hirta => Ρουδμπέκια η τριχωτή
- rudbeckia laciniata => Ρουδβέκια η τμηματισμένη
- rudbeckia laciniata hortensia => Ρουdbeckια laciniata hortensia
Definitions and Meaning of rucksack in English
rucksack (n)
a bag carried by a strap on your back or shoulder
FAQs About the word rucksack
σακίδιο
a bag carried by a strap on your back or shoulder
σακίδιο,Σάκος για εργαλεία,σακίδιο πλάτης,Πακέτο,σακίδιο,βαλίτσα,Συνέχισε,Τσάντα μεταφοράς,Μπανάνα,Τσάντα χεριού
No antonyms found.
ruckle => πτυχή, rucking => συνωστισμός, rucked => τσακισμένος, ruck up => τίποτα, ruck => ομάδα,