Greek Meaning of ruching
Τσακίρισμα
Other Greek words related to Τσακίρισμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ruching
- ruche => φούντα
- rucervine => ελαφοειδής
- rubywood => Ξύλο ρουμπίνι
- rubythroat => κολιμπρί με κόκκινο λαιμό
- ruby-tailed => με ουρά από ρουμπίνι
- rubytail => Ρουμπί
- ruby-red => Κοκκινωπό ρουμπίνι
- rubying => Ρουμπίνι
- ruby-crowned wren => Σουσουράδα με ρουμπινένιο στέμμα
- ruby-crowned kinglet => Στεφανοβασίλισκος
Definitions and Meaning of ruching in English
ruching (n.)
A ruche, or ruches collectively.
FAQs About the word ruching
Τσακίρισμα
A ruche, or ruches collectively.
No synonyms found.
No antonyms found.
ruche => φούντα, rucervine => ελαφοειδής, rubywood => Ξύλο ρουμπίνι, rubythroat => κολιμπρί με κόκκινο λαιμό, ruby-tailed => με ουρά από ρουμπίνι,