Greek Meaning of traveling bag

ταξιδιωτική τσάντα

Other Greek words related to ταξιδιωτική τσάντα

Definitions and Meaning of traveling bag in English

Wordnet

traveling bag (n)

a portable rectangular container for carrying clothes

FAQs About the word traveling bag

ταξιδιωτική τσάντα

a portable rectangular container for carrying clothes

βαλίτσα,πορτοφόλι,σακίδιο,τσάντες,χαρτοφύλακας,Συνέχισε,Τσάντα μεταφοράς,Ταξιδιωτική τσάντα,Τσάντα χεριού,ταξιδιωτική βαλίτσα

No antonyms found.

traveling => ταξίδι, traveler's tree => δέντρο του ταξιδιώτη, traveler's letter of credit => Ταξιδιωτική επιστολή πίστωσης, traveler's joy => Κληματίτης ο κοινός, traveler's check => ταξιδιωτική επιταγή,