Greek Meaning of baggage
αποσκευές
Other Greek words related to αποσκευές
- τσάντες
- αποσκευές
- βαλίτσα
- Συνέχισε
- Τσάντα μεταφοράς
- Τσάντα χεριού
- ταξιδιωτική βαλίτσα
- Τσάντα ταξιδιού
- βαλίτσα
- ταξιδιωτική τσάντα
- πορτοφόλι
- Ακόλουθος
- χαρτοφύλακας
- σακίδιο
- χαρτοφύλακας
- Ταξιδιωτική τσάντα
- Νεσεσέρ καλλυντικών
- Ταξιδιωτική τσάντα
- λαβή
- σακίδιο
- κιτ
- Σάκος για εργαλεία
- σακίδιο πλάτης
- Βαλίτσα χειρός
- σακίδιο
- σακίδιο
- βαλίτσα
- βαλίτσα
- Σακβουαγιάζ
- Τσάντα Σαββατοκύριακου
- Σαββατοκύριακο
Nearest Words of baggage
Definitions and Meaning of baggage in English
baggage (n)
cases used to carry belongings when traveling
a worthless or immoral woman
the portable equipment and supplies of an army
baggage (n.)
The clothes, tents, utensils, and provisions of an army.
The trunks, valises, satchels, etc., which a traveler carries with him on a journey; luggage.
Purulent matter.
Trashy talk.
A man of bad character.
A woman of loose morals; a prostitute.
A romping, saucy girl.
FAQs About the word baggage
αποσκευές
cases used to carry belongings when traveling, a worthless or immoral woman, the portable equipment and supplies of an armyThe clothes, tents, utensils, and pro
τσάντες,αποσκευές,βαλίτσα,Συνέχισε,Τσάντα μεταφοράς,Τσάντα χεριού,ταξιδιωτική βαλίτσα,Τσάντα ταξιδιού,βαλίτσα,ταξιδιωτική τσάντα
No antonyms found.
bagful => τσάντα γεμάτη, bagel => μπαϊγκελ, bagdad => Βαγδάτη, bagatelle => ασήμαντο πράγμα, bagassosis => βυσοσίνωση,