Greek Meaning of bagging
σακούλιασμα
Other Greek words related to σακούλιασμα
- εξογκωμένος
- σκουντούμπι
- προεξέχων
- αεροστατική
- σκαθάρι
- φουσκωμένος
- κυματώδης
- συγκέντρωση
- εκτίνω
- εξέχον
- εξωτερικός
- Λαθροθηρία
- λαθροθηρία
- θυμωμένος
- προβαλλόμενος
- Εξέχων
- αρχή
- εξέχων
- Οίδημα
- εκρήγνυται
- διαστολικός
- διαστελλόμενος
- Κάλυψη
- επιμήκυνξη
- επεκτεινόμενος
- φουσκώνω
- επιμήκυνση
- μανιταριάζω
- Χιονόμπαλα
- stretching
Nearest Words of bagging
Definitions and Meaning of bagging in English
bagging (n)
coarse fabric used for bags or sacks
bagging (p. pr. & vb. n.)
of Bag
bagging (n.)
Cloth or other material for bags.
The act of putting anything into, or as into, a bag.
The act of swelling; swelling.
Reaping peas, beans, wheat, etc., with a chopping stroke.
FAQs About the word bagging
σακούλιασμα
coarse fabric used for bags or sacksof Bag, Cloth or other material for bags., The act of putting anything into, or as into, a bag., The act of swelling; swelli
εξογκωμένος,σκουντούμπι,προεξέχων,αεροστατική,σκαθάρι,φουσκωμένος,κυματώδης,συγκέντρωση,εκτίνω,εξέχον
συμπιέζοντας,συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,συρρίκνωση,στενεύον
baggily => χαλαρά, bagger => συλλέκτης, bagged => σακουλιασμένος, baggala => Αγγουρι, baggager => αχθοφόρος,