Greek Meaning of elongating

επιμήκυνξη

Other Greek words related to επιμήκυνξη

Definitions and Meaning of elongating in English

Webster

elongating (p. pr. & vb. n.)

of Elongate

FAQs About the word elongating

επιμήκυνξη

of Elongate

επιμήκυνση,εκτίνω,επέκταση,παράταση,παρατείνοντας,προεξοχή,stretching,επέκταση,εκτατικός,ανάπτυξη

συντομογραφία,συντομία,συμπίεση,Περίληψη,Συμπύκνωση,Συστολή,μειώνοντας,συντόμευση,σύντομη,περίληψη

elongated => επιμήκης, elongate leaf => επίμηκες φύλλο, elongate => επιμηκύνω, elong => επιμηκύνω, eloinment => απαγωγή,