Greek Meaning of lessening
μείωση
Other Greek words related to μείωση
Nearest Words of lessening
- lesseps => Λεσέψ
- lesser => λιγότερο
- lesser anteater => Μικρός μυρμηγκοφάγος
- lesser antilles => Μικρές Αντίλλες
- lesser ape => Μικρότεροι πίθηκοι
- lesser bullrush => Κοινό καλάμι
- lesser burdock => Αρκοκάλυμμα κοινό
- lesser butterfly orchid => Οφρύς η πεταλούδα μικρότερη
- lesser calamint => Καλός Μίνθης
- lesser celandine => μικρή χελιδόνια
Definitions and Meaning of lessening in English
lessening (n)
a change downward
lessening (p. pr. & vb. n.)
of Lessen
FAQs About the word lessening
μείωση
a change downwardof Lessen
φθίνων,φθίνων,μειώνοντας,συντόμευση,συντομογραφία,περίληψη,συντόμευση,αιφνιδιότητα,συμπίεση,Συστολή
επιμήκυνξη,επιμήκυνση,επέκταση,εκτίνω,επέκταση,εκτατικός,ανάπτυξη,Μήκος,παράταση,προεξοχή
lessener => μειωτής, lessened => λιγότερο, lessen => λιγώτερο, lessee => μισθωτής, less => λιγότερο,