Greek Meaning of lessening

μείωση

Other Greek words related to μείωση

Definitions and Meaning of lessening in English

Wordnet

lessening (n)

a change downward

Webster

lessening (p. pr. & vb. n.)

of Lessen

FAQs About the word lessening

μείωση

a change downwardof Lessen

φθίνων,φθίνων,μειώνοντας,συντόμευση,συντομογραφία,περίληψη,συντόμευση,αιφνιδιότητα,συμπίεση,Συστολή

επιμήκυνξη,επιμήκυνση,επέκταση,εκτίνω,επέκταση,εκτατικός,ανάπτυξη,Μήκος,παράταση,προεξοχή

lessener => μειωτής, lessened => λιγότερο, lessen => λιγώτερο, lessee => μισθωτής, less => λιγότερο,