Greek Meaning of lesser

λιγότερο

Other Greek words related to λιγότερο

Definitions and Meaning of lesser in English

Wordnet

lesser (a)

of less size or importance

Wordnet

lesser (s)

smaller in size or amount or value

Webster

lesser (a.)

Less; smaller; inferior.

Webster

lesser (adv.)

Less.

FAQs About the word lesser

λιγότερο

of less size or importance, smaller in size or amount or valueLess; smaller; inferior., Less.

λιγότερο,Χαμηλότερος,μικρότερος,κατώτερος,νέος,ανήλικος,μικρός,υφιστάμενος,συνεργάτης,βοηθητικός

μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,πρωτεύον,πρώτος αριθμός,ανώτερος,ηλικιωμένος, -η, -ο,ανώτερος,επιλογή

lesseps => Λεσέψ, lessening => μείωση, lessener => μειωτής, lessened => λιγότερο, lessen => λιγώτερο,