Greek Meaning of prime
πρώτος αριθμός
Other Greek words related to πρώτος αριθμός
- προπονητής
- Άσκηση
- κατάλληλο
- έδαφος
- οδηγός
- μάθημα
- Μέντορας
- ετοιμάζω
- πληροί τις προϋποθέσεις
- σχολείο
- διδάσκω
- άμεσο
- εκπαίδευση
- εξουσιοδοτώ
- εμπεδώνω
- διδάσκω
- εμφυσώ
- διδάσκω
- μόλυβδος
- διάλεξη
- κηρύσσειν
- πίσω
- τρένο
- Δάσκαλος
- μεταδίδω
- σύντομος
- κατηχώ
- οικοδομώ
- φωτίζω
- εξοικειώνω
- εμφύτευμα
- πληροφορώ
- αρχίζω
- ενσταλάζω
- εισάγω
- διδάσκω ηθική
- Δείχνω
- Στίχος
- Εκπαίδευση στο σπίτι
Nearest Words of prime
- primaxin => PrimaXina
- primatology => Πρωτευοντολογία
- primateship => Πρωτευματολογία
- primates => Πρωτεύοντα
- primate => πρωτεύοντα
- primary winding => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primary tooth => νεογιλό δόντι
- primary syphilis => Πρωτοπαθής σύφιλη
- primary subtractive colour for light => Πρωτεύοντα υποαφαιρετικά χρώματα για το φως
- primary subtractive color for light => Πρωτογενές αφαιρετικό χρώμα για φως
- prime factor => Πρώτος παράγοντας
- prime interest rate => Προνομιακό επιτόκιο
- prime meridian => Πρώτος μεσημβρινός
- prime minister => Πρωθυπουργός
- prime mover => Κύριος κινητήρας
- prime number => Πρώτος αριθμός
- prime of life => Άνθος της ηλικίας
- prime quantity => Πρώτος αριθμός
- prime time => Ώρες αιχμής
- primed => ασταρωμένο
Definitions and Meaning of prime in English
prime (n)
a natural number that has exactly two distinct natural number divisors: 1 and itself
the period of greatest prosperity or productivity
the second canonical hour; about 6 a.m.
the time of maturity when power and vigor are greatest
prime (v)
insert a primer into (a gun, mine, or charge) preparatory to detonation or firing
cover with a primer; apply a primer to
fill with priming liquid
prime (s)
first in rank or degree
used of the first or originating agent
of superior grade
being at the best stage of development
prime (a)
of or relating to or being an integer that cannot be factored into other integers
prime (a.)
Divisible by no number except itself or unity; as, 7 is a prime number.
Having no common factor; -- used with to; as, 12 is prime to 25.
FAQs About the word prime
πρώτος αριθμός
a natural number that has exactly two distinct natural number divisors: 1 and itself, the period of greatest prosperity or productivity, the second canonical ho
προπονητής,Άσκηση,κατάλληλο,έδαφος,οδηγός,μάθημα,Μέντορας,ετοιμάζω,πληροί τις προϋποθέσεις,σχολείο
βοηθητικός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,δευτερεύων,υφιστάμενος,βοηθός
primaxin => PrimaXina, primatology => Πρωτευοντολογία, primateship => Πρωτευματολογία, primates => Πρωτεύοντα, primate => πρωτεύοντα,