Greek Meaning of primed
ασταρωμένο
Other Greek words related to ασταρωμένο
Nearest Words of primed
- prime time => Ώρες αιχμής
- prime quantity => Πρώτος αριθμός
- prime of life => Άνθος της ηλικίας
- prime number => Πρώτος αριθμός
- prime mover => Κύριος κινητήρας
- prime minister => Πρωθυπουργός
- prime meridian => Πρώτος μεσημβρινός
- prime interest rate => Προνομιακό επιτόκιο
- prime factor => Πρώτος παράγοντας
- prime => πρώτος αριθμός
Definitions and Meaning of primed in English
primed (s)
(usually followed by `to' or `for') on the point of or strongly disposed
FAQs About the word primed
ασταρωμένο
(usually followed by `to' or `for') on the point of or strongly disposed
οπλισμένος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,πηγαίνω,προετοιμασμένος,Έτοιμος,ώριμος,ενισχυμένος,κατάλληλο,οχυρωμένος,κατάλληλος
ανεπαρκώς προετοιμασμένος,απροετοίμαστος,απροετοίμαστος,πλατυποδία,μισοβρασμένο,μισογεμισμένο,ανειδίκευτος,ανεκπαίδευτος
prime time => Ώρες αιχμής, prime quantity => Πρώτος αριθμός, prime of life => Άνθος της ηλικίας, prime number => Πρώτος αριθμός, prime mover => Κύριος κινητήρας,