Greek Meaning of primed

ασταρωμένο

Other Greek words related to ασταρωμένο

Definitions and Meaning of primed in English

Wordnet

primed (s)

(usually followed by `to' or `for') on the point of or strongly disposed

FAQs About the word primed

ασταρωμένο

(usually followed by `to' or `for') on the point of or strongly disposed

οπλισμένος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,πηγαίνω,προετοιμασμένος,Έτοιμος,ώριμος,ενισχυμένος,κατάλληλο,οχυρωμένος,κατάλληλος

ανεπαρκώς προετοιμασμένος,απροετοίμαστος,απροετοίμαστος,πλατυποδία,μισοβρασμένο,μισογεμισμένο,ανειδίκευτος,ανεκπαίδευτος

prime time => Ώρες αιχμής, prime quantity => Πρώτος αριθμός, prime of life => Άνθος της ηλικίας, prime number => Πρώτος αριθμός, prime mover => Κύριος κινητήρας,