Greek Meaning of half-cocked

μισογεμισμένο

Other Greek words related to μισογεμισμένο

Definitions and Meaning of half-cocked in English

half-cocked

being at half cock, lacking preparation or planning, lacking adequate preparation or forethought

FAQs About the word half-cocked

μισογεμισμένο

being at half cock, lacking preparation or planning, lacking adequate preparation or forethought

μισοβρασμένο,ανοησία,ενστικτώδης,αυθόρμητος,μη εξουσιοδοτημένος,αυτόματος,ανεπίσημος,Κλίση,αυτοσχέδιος,παρορμητικός

προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,θεωρούμενος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προσχεδιασμένος

half-blood => ημίαιμος, half baths => μισά μπάνια, half bath => μισό μπάνιο, hales => hales, halbert => Αλάβαρδα,