Greek Meaning of premeditative
προσχεδιασμένος
Other Greek words related to προσχεδιασμένος
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- προμελετημένο
- σκόπιμος
- σκόπιμος
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- εκ προθέσεως
- εκ προθέσεως
- υπολογισμένος
- σχεδιασμένος
- διακριτικός
- γνώση
- προαιρετικό
- προγραμματισμένη
- ζυγισμένο
- διαθήκη
- εκούσιος
- Συμβουλευόταν
- θεωρούμενος
- προαιρετικό
- μετρημένος
- αιτιολογημένος
- σετ
- μελετήθηκε
- στοχαστικός
- εθελοντής
- εν γνώσει
- ευκαιρία
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ακούσιος
- ενστικτώδης
- τυχαίος
- αυθόρμητος
- ακούσιο
- ακούσιος
- ξαφνικός
- τυχαίο
- ασκόπως
- υποχρεωτικό
- αποσπασματικός
- τυχαίος
- παρορμητικός
- τυχαίο
- Υποχρεωτικό
- απαραίτητος
- ξαφνικά
- αυθόρμητο
- μη προμελετημένο
- άθελά του
- μη σκόπιμος
- ανεπίσημος
- εξαναγκαστικός
- τυχαίος
- ακούσιος
- Υποχρεωτικός
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
Nearest Words of premeditative
Definitions and Meaning of premeditative in English
premeditative
given to or characterized by premeditation
FAQs About the word premeditative
προσχεδιασμένος
given to or characterized by premeditation
συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προμελετημένο,σκόπιμος,σκόπιμος,εθελοντικός,εσκεμμένος,εκ προθέσεως
ευκαιρία,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,παρορμητικός,ακούσιος,ενστικτώδης,τυχαίος,αυθόρμητος,ακούσιο,ακούσιος
premeditatedly => εκ προθέσεως, prelusive => προεισαγωγικός, preludes => προοίμια, preliminarily => προκαταρκτικά, prelates => Πρέλατοι,