Greek Meaning of compulsory

υποχρεωτικό

Other Greek words related to υποχρεωτικό

Definitions and Meaning of compulsory in English

Wordnet

compulsory (s)

required by rule

FAQs About the word compulsory

υποχρεωτικό

required by rule

ο κάτοχος,Υποχρεωτικό,απαραίτητος,απαιτούμενο,αναγκαίος,Υποχρεωτικός,επείγον,Καθοριστικής σημασίας,Αναγκαστικός,ζητούσε

προαιρετικό,προαιρετικό,εθελοντικός,διακριτικός,περιττός,ανεπιθύμητο,επιλεγμένος,Περιττός,Ασημαντος,ασήμαντος

compulsorily => υποχρεωτικά, compulsivity => καταναγκαστικότητα, compulsiveness => Καταναγκαστικότητα, compulsively => καταναγκαστικά, compulsive => καταναγκαστικός,