Greek Meaning of compulsory
υποχρεωτικό
Other Greek words related to υποχρεωτικό
Nearest Words of compulsory
- compulsorily => υποχρεωτικά
- compulsivity => καταναγκαστικότητα
- compulsiveness => Καταναγκαστικότητα
- compulsively => καταναγκαστικά
- compulsive => καταναγκαστικός
- compulsion => Ανάγκη
- comptrollership => Ελεγκτική Αρχή
- comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος
- comptroller general => γενικός ελεγκτής
- comptroller => ελεγκτής
- compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία
- compunction => Τύψεις
- computable => Υπολογίσιμος
- computation => Υπολογισμός
- computational => Υπολογιστικός
- computational linguist => Επιστήμονας της γλωσσολογίας μέσω υπολογιστή
- computational linguistics => Υπολογιστική Γλωσσολογία
- computationally => υπολογιστικά
- compute => υπολογίζω
- computed axial tomography => Αξονική τομογραφία υπολογιστών
Definitions and Meaning of compulsory in English
compulsory (s)
required by rule
FAQs About the word compulsory
υποχρεωτικό
required by rule
ο κάτοχος,Υποχρεωτικό,απαραίτητος,απαιτούμενο,αναγκαίος,Υποχρεωτικός,επείγον,Καθοριστικής σημασίας,Αναγκαστικός,ζητούσε
προαιρετικό,προαιρετικό,εθελοντικός,διακριτικός,περιττός,ανεπιθύμητο,επιλεγμένος,Περιττός,Ασημαντος,ασήμαντος
compulsorily => υποχρεωτικά, compulsivity => καταναγκαστικότητα, compulsiveness => Καταναγκαστικότητα, compulsively => καταναγκαστικά, compulsive => καταναγκαστικός,