Greek Meaning of demanded

ζητούσε

Other Greek words related to ζητούσε

Definitions and Meaning of demanded in English

Webster

demanded (imp. & p. p.)

of Demand

FAQs About the word demanded

ζητούσε

of Demand

επιβεβλημένος,Υποχρεωτικό,απαιτούμενο,υποχρεωτικό,εξαναγκαστικός,επιτακτικός,ο κάτοχος,επίμονος,απαραίτητος,Υποχρεωτικός

επιλεγμένος,διακριτικός,περιττός,προαιρετικό,προαιρετικό,ανεπιθύμητο,εθελοντικός,Περιττός,περιττός

demandant => απαιτητικός, demandable => απαιτητό, demand note => Επιταγή στο όνομα, demand loan => Δάνειο κατ' απαίτηση, demand for identification => απαίτηση ταυτοποίησης,