Greek Meaning of peremptory
αυταρχικός
Other Greek words related to αυταρχικός
- επιθετικός
- αλαζόνας
- αυταρχικός
- αυθεντικός
- επιτακτικός
- Αφέντης
- υποτιθέμενος
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- Ελεγχόμενος
- δεσποτικός
- δικτατορικός
- περιφρονητικός
- Υπερόπτης
- αυταρχικός
- σημαντικός
- αριστοτεχνικός
- αλαζόνας
- υπερήφανος
- συνταγματικός
- πρύμνη
- υποτιμητικός
- τυραννικός
- τυραννικός
- τυραννικός
- παντοδύναμος
- παντοδύναμος
- Αρκετός
- διεκδικητικός
- ματαιόδοξος
- υπαγόρευση
- Σκηνοθετικό
- φανταχτερός
- υψηλοπετών
- υπερόπτης
- φανταχτερός
- αυταρχικός
- θυμωμένος
- επιτακτικός
- αυτοκρατορικός
- υπέροχος
- εύγενος
- αυστηρός
- ναρκισσιστής
- Παντοδύναμος
- υπεροπτικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- διεκδικητικός
- ανώτερος
- αλαζόνας
- υπερόπτης
- μάταιος
- χαι-χατ
- υποθέτοντας
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of peremptory
- perennate => πολυετής
- perennation => αειφορία
- perennial => πολυετής
- perennial pea => Αιωνόβιος αρακάς
- perennial ragweed => Αμβροσία η αψινθόφυλλη
- perennial ryegrass => Αμπερόχορτο
- perennial salt marsh aster => Άστερας των αλμυρών ελών
- perennially => παντοτινά
- perennibranchiata => Περενιμπράγχια
- perennibranchiate => ψάρια με επίμονα βράγχια
Definitions and Meaning of peremptory in English
peremptory (s)
offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted power
not allowing contradiction or refusal
putting an end to all debate or action
peremptory (a.)
Precluding debate or expostulation; not admitting of question or appeal; positive; absolute; decisive; conclusive; final.
Positive in opinion or judgment; decided; dictatorial; dogmatical.
Firmly determined; unawed.
FAQs About the word peremptory
αυταρχικός
offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted power, not allowing contradiction or refusal, putting an end to all debate or actionPrecludi
επιθετικός,αλαζόνας,αυταρχικός,αυθεντικός,επιτακτικός,Αφέντης,υποτιθέμενος,αυταρχικός,αυταρχικός,αυταρχικός
Επιδεκτικός,ταπεινός,σεμνός,υπάκουος,μετριόφρων,υπάκουος,αναποφάσιστος,παθητικός,χειραγωγίσιμος,συγκαταβατικός
peremptoriness => αυταρχικότητα, peremptorily => επιτακτικά, peremption => παραγραφή, perempt => χάρις, perel => βήρυλλος,