Greek Meaning of assertive

διεκδικητικός

Other Greek words related to διεκδικητικός

Definitions and Meaning of assertive in English

Wordnet

assertive (a)

aggressively self-assured

Webster

assertive (a.)

Positive; affirming confidently; affirmative; peremptory.

FAQs About the word assertive

διεκδικητικός

aggressively self-assuredPositive; affirming confidently; affirmative; peremptory.

επιθετικός,φιλόδοξος,περιπετειώδης,εμπόλεμος,σίγουρος,Τολμηρός,Ενεργητικός,επιχειρηματικός,άγριος,υψηλή πίεση

συγκαταβατικός,Επιδεκτικός,συμβατός,σεβαστικός,υπάκουος,εύκολος,Χαμηλή πίεση,μη διεκδικητικός,χαλαρός,υποτακτικός

assertion => Ισχυρισμός, asserting => ισχυριζόμενος, asserter => δηλωτής, asserted => διεβεβαίωσε, assertable => επιβεβαιώσιμος,