Greek Meaning of cringing

συρρικνωμένος

Other Greek words related to συρρικνωμένος

Definitions and Meaning of cringing in English

Wordnet

cringing (s)

totally submissive

FAQs About the word cringing

συρρικνωμένος

totally submissive

συγκαταβατικός,συμβατός,σεβαστικός,παραιτημένος,συρρίκνωση,υποτακτικός,ανεπηρέαστος,μη διεκδικητικός,υποχωρητικός,σκυφτός

επιθετικός,αλαζόνας,διεκδικητικός,Θρασύς,έντονος,θρασύς,θρασύς,φαντασμένος,θρασύς,με στήθος

cringe => συγκλονισμένοι, crimson-yellow => Πορφυροκόκκινο-κίτρινο, crimson-purple => Πορφυρός, crimson-magenta => πορφυροκόκκινο-ματζέντα, crimson clover => Κόκκινο τριφύλλι,