Greek Meaning of yielding
υποχωρητικός
Other Greek words related to υποχωρητικός
- αποδοχή
- ευκολία
- капитуляция
- υπόκλιση
- δουλοπρέπεια
- υποτακτικότητα
- παράδοση
- προσαρμοστικότητα
- Συμμόρφωσης
- ευγένεια
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- υπακοή
- συνέπεια χρέους
- Ταπεινότητα
- Αναστολή
- πράοτης
- σεμνότητα
- υπακοή
- καταστολή
- συγκράτηση
- δουλοπρέπεια
- υποβολή
- υπαγωγή
- υποταγή
- καταστολή
- Διδακτικότητα
- Πειθήνιοτητα
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- Εκπαιδευσιμότητα
- έλεγχος
- Πειθαρχία
- παραγγελία
- υποταγή
- αντίθεση
- ανυπακοή
- πρόκληση
- ανυπακοή
- Ασεβεια
- Απείθεια
- δυσκολία
- μη συμμόρφωση
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- ανθυγία
- εξέγερση
- Αυτοθέληση
- αναρχία
- αυθαιρεσία
- Μη συνεργασία
- παραξενιά
- μπόζο
- Θράσος
- Θράσσος
- εξέγερση
- Εξέγερση
- εξέγερση
- κακή συμπεριφορά
- ανταρσία
- Επιμονή
- θόρυβος
- εστία
- διαστροφή
- Πεισματικότητα
- αντάρτης
- άρνηση
- αγένεια
- Εμμονή
- κακοτροπία
- διαφωνία
- Διαφωνία
- σκανταλιά
- πεισματικότητα
- σκανταλιά
- πείσμα
- ανταρσία
- Ύβρις
Nearest Words of yielding
Definitions and Meaning of yielding in English
yielding (n)
a verbal act of admitting defeat
the act of conceding or yielding
yielding (s)
inclined to yield to argument or influence or control
lacking stiffness and giving way to pressure
tending to give in or surrender or agree
yielding (p. pr. & vb. n.)
of Yield
yielding (a.)
Inclined to give way, or comply; flexible; compliant; accommodating; as, a yielding temper.
FAQs About the word yielding
υποχωρητικός
a verbal act of admitting defeat, the act of conceding or yielding, inclined to yield to argument or influence or control, lacking stiffness and giving way to p
αποδοχή,ευκολία ,капитуляция,υπόκλιση,δουλοπρέπεια,υποτακτικότητα,παράδοση,προσαρμοστικότητα,Συμμόρφωσης,ευγένεια
αντίθεση,ανυπακοή,πρόκληση,ανυπακοή,Ασεβεια,Απείθεια,δυσκολία,μη συμμόρφωση,εξέγερση,ανταρσία
yielder => ελαστικός, yielded => ενέδωσε, yieldance => απόδοση, yieldable => παραχωρητικός, yield up => παραδίδω,