Greek Meaning of willfulness
αυθαιρεσία
Other Greek words related to αυθαιρεσία
- πεισματικότητα
- Αποφασιστικότητα
- επιμονή
- αδιαλλαξία
- πείσμα
- Επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- Πεισματικότητα
- αποφασίζω
- Αυτοθέληση
- Εμμονή
- πείσμα
- αδιαλλαξία
- πρόκληση
- αμείλικτη συμπεριφορά
- Ακαμψία
- πεισματικότητα
- επιμονή
- διαστροφή
- διαστροφή
- ανταρσία
- στενόμυαλοτητα
- σταθερότητα
- αυστηρότητα
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
- εμμονή
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- γνώμη
- επιμονή
- Εγωισμός
- παραξενιά
- πείσμα
- μπόζο
- αντίθεση
- ανυπακοή
- πεισματικότητα
- ανυπακοή
- Στερεότητα
- σκληρότητα
- Ακινησία
- αναπόφευκτο
- Απείθεια
- δυσκολία
- κακοήθεια
- στενοκεφαλιά
- απειθαρχία
- δυσπραγία, αντίσταση
- ανθυγία
- αλύπητη επιμονή
- ακαμψία
- ακαμψία
- Αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- αναρχία
- αιμοδιψία
- κακομοιριά
- κακοτροπία
- επιμονή
Nearest Words of willfulness
- william a. craigie => Γουίλιαμ Α. Κρέιγκι
- william and mary => Γουλιέλμος και Μαρία
- william ashley sunday => Γουίλιαμ Άσλεϊ Σάντεϊ
- william augustus => Γουίλιαμ Αύγουστος
- william averell harriman => Γουίλιαμ Άβερελ Χάριμαν
- william beaumont => Ουίλιαμ Μπομόντ
- william benjamin hogan => William Benjamin Hogan
- william blake => Γουίλιαμ Μπλέικ
- william bligh => Ουίλιαμ Μπλάι
- william bradford => Ουίλιαμ Μπράντφορντ
Definitions and Meaning of willfulness in English
willfulness (n)
the trait of being prone to disobedience and lack of discipline
FAQs About the word willfulness
αυθαιρεσία
the trait of being prone to disobedience and lack of discipline
πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,επιμονή,Πεισματικότητα
αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,υπακοή,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα,λογικότητα
willfully => εκ προθέσεως, willful neglect => Εσκεμμένη αμέλεια, willful => εκούσιος, willet => Ουίλετ, willer => διαθέτης,