Greek Meaning of willfulness

αυθαιρεσία

Other Greek words related to αυθαιρεσία

Definitions and Meaning of willfulness in English

Wordnet

willfulness (n)

the trait of being prone to disobedience and lack of discipline

FAQs About the word willfulness

αυθαιρεσία

the trait of being prone to disobedience and lack of discipline

πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,επιμονή,Πεισματικότητα

αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,υπακοή,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα,λογικότητα

willfully => εκ προθέσεως, willful neglect => Εσκεμμένη αμέλεια, willful => εκούσιος, willet => Ουίλετ, willer => διαθέτης,