Greek Meaning of willfully

εκ προθέσεως

Other Greek words related to εκ προθέσεως

Definitions and Meaning of willfully in English

Wordnet

willfully (r)

in a willful manner

FAQs About the word willfully

εκ προθέσεως

in a willful manner

εκούσια,σκόπιμα,συνειδητά,σκόπιμα,εκούσια,επίτηδες,ηθελημένα,σκόπιμα,σκόπιμα,εθελοντικά

τυχαία,κατά λάθος,παρεμπιπτόντως,τυχαία,ασυνείδητα,ακούσια,αθέλητα,ακούσια,ακούσια,τυχαία

willful neglect => Εσκεμμένη αμέλεια, willful => εκούσιος, willet => Ουίλετ, willer => διαθέτης, willemite => Βιλλεμίτης,