FAQs About the word instinctively

ενστικτωδώς

as a matter of instinctIn an instinctive manner; by force of instinct; by natural impulse.

βασικά,ουσιαστικά,ουσιαστικά,διαισθητικά,εκ γενετής,Συνταγματικά,στοιχειωδώς,εκ φύσεως,εκ γενετής,εγγενώς

τεχνητά,(μη φυσικό)

instinctive reflex => Έμφυτο αντανακλαστικό, instinctive => ενστικτώδης, instinction => ένστικτο εξαφάνισης, instinct => ένστικτο, instimulate => διεγείρω,