FAQs About the word essentially

ουσιαστικά

in essence; at bottom or by one's (or its) very nature

βασικά,ουσιαστικά,Συνταγματικά,στοιχειωδώς,εκ φύσεως,εγγενώς,φυσικά,εκ γενετής,εκ γενετής,ενστικτωδώς

τεχνητά,(μη φυσικό)

essentiality => ουσιώδες, essential tremor => Απαραίτητος τρόμος, essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία, essential oil => Αιθέριο έλαιο, essential hypertension => Βασική υπέρταση,