Greek Meaning of basically
βασικά
Other Greek words related to βασικά
- κυρίως
- γενικά
- σε μεγάλο βαθμό
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- συνήθως
- γενικά
- τα περισσότερα
- συνήθως
- εν μέρει
- μερικώς
- πρακτικά
- σημαντικά
- συνήθως
- συνήθως
- περίπου
- συνολικά
- ευρέως
- γενικά
- συχνά
- περισσότερο ή λιγότερο
- πολύς
- σχεδόν
- στο σύνολο
- συνήθως
- συνολικά
- μάλλον
- περίπου
- μερικά
- Λίγο πολύ
- εικονικώς
- Σχεδόν
- δίπλα
- Συν ή πλην
Nearest Words of basically
- basic training => Βασική εκπαίδευση
- basic steel => Βασικός χάλυβας
- basic slag => βασική σκωρία
- basic process => βασική διαδικασία
- basic principle => βασική αρχή
- basic point defense missile system => Βασικό σημείο άμυνας σύστημα πυραύλων
- basic iron => βασικός σίδηρος
- basic english => Βασικά Αγγλικά
- basic dye => Βασικά χρώματα
- basic colour => Βασικά χρώματα
Definitions and Meaning of basically in English
basically (r)
in essence; at bottom or by one's (or its) very nature
FAQs About the word basically
βασικά
in essence; at bottom or by one's (or its) very nature
κυρίως,γενικά,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,συνήθως,γενικά
ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,μόνο,τέλεια,διεξοδικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα,μόλις
basic training => Βασική εκπαίδευση, basic steel => Βασικός χάλυβας, basic slag => βασική σκωρία, basic process => βασική διαδικασία, basic principle => βασική αρχή,