Greek Meaning of overall
συνολικά
Other Greek words related to συνολικά
- γενικός
- γενικό
- διάφορος
- κουβέρτα
- Ευρύς
- συλλογικός
- κοινός
- εκτεταμένος
- παγκόσμιος
- καθολικός
- ευρύ
- ευρέως διαδεδομένος
- σύνολο
- ολοκληρωτικός
- πλατύ πινέλο
- φαρδύς δρόμος
- πλατύς
- ευρείας κλίμακας
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένο
- γεμάτος
- Συμπεριληπτική
- υπερκείμενος
- διάχυτος
- πλανητικός
- ολομέλεια
- σάρωση
- πανταχού παρών
- χονδρική
- παγκόσμιος
Nearest Words of overall
Definitions and Meaning of overall in English
overall (n)
(usually plural) work clothing consisting of denim trousers (usually with a bib and shoulder straps)
a loose protective coverall or smock worn over ordinary clothing for dirty work
overall (s)
involving only main features
including everything
overall (adv.)
Everywhere.
FAQs About the word overall
συνολικά
(usually plural) work clothing consisting of denim trousers (usually with a bib and shoulder straps), a loose protective coverall or smock worn over ordinary cl
γενικός,γενικό,διάφορος,κουβέρτα,Ευρύς,συλλογικός,κοινός,εκτεταμένος,παγκόσμιος,καθολικός
άτομο,ιδιαίτερο,συνιστώσα,διμοιρίας,Τοπικός,μερικός,περιφερειακός,συστατικό,εγκάρσιος,αποσπασματικό
overagitate => υπερδιέγερση, overaged => Υπερήλικας, overaffect => (υπερβάλλω), overactivity => Υπερκινητικότητα, overactive => Υπερδραστήριος,